- αείλαλος
- ἀείλαλος, -ον (Μ)αυτός που διαρκώς μιλάει, φλυαρεί ακατάπαυστα, λάλος, φλύαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λάλος < λαλῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀείλαλος — ever babbling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀείλαλον — ἀείλαλος ever babbling masc/fem acc sg ἀείλαλος ever babbling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OBLIQUARE visus — apud Statium Achill. l. 1. v. 323. de Achille, Mulcetur, laetumque rubet, visusque superbos Obliquat amoris indicium. Unde vetus Schol. Cum heroicum, inquit, et virile ante contueretur; nunc obliquatô visu, remittit austeritatem et assensum… … Hofmann J. Lexicon universale
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek